- αιμορροϊδικός
- -ή, -ό [αιμορροΐδα]1. αυτός που πάσχει από αιμορροΐδες2. αυτός που αναφέρεται στις αιμορροΐδες ή έχει σχέση με αυτές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αιμορροϊδικός — ή, ό αυτός που υποφέρει από αιμορροΐδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιμορροΐδα — και μοροΐδα, η (Α αἱμορροΐς) συνήθως τόσο στα νέα όσο και στα αρχαία στον πληθυντικό αιμορροΐδες (ενν. φλέβες) φλέβες που διαρρηγνύονται και αιμορραγούν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἱμόρροος (= αἱμόρρους). ΠΑΡ. αἱμορροϊδικός] … Dictionary of Greek
αιμορροϊκός — ή, ό (Α αἱμορροϊκός, ή, ὸν) [αἱμόρροια] νεοελλ. 1. αυτός που πάσχει από αιμόρροια 2. ο αιμορροϊδικός* αρχ. αυτός που προκαλεί αιμόρροια ή συνοδεύεται από αιμόρροια … Dictionary of Greek
ζοχαδιακός — ή, ό [ζοχάδα] 1. αυτός που υποφέρει από ζοχάδες, αιμορροΐδες, ο αιμορροϊδικός 2. ιδιότροπος, δύστροπος, νευρικός, γκρινιάρης, μίζερος … Dictionary of Greek
γαστρόφιλος ή γαστερόφιλος — (gastrophilus). Γένος εντόμων της οικογένειας των οιστριδών. Πρόκειται για τριχωτά έντομα σκούρου χρώματος με διαφανή φτερά που φτάνουν σε μήκος περίπου 12 14 χιλιοστά. Είναι διαδεδομένα σχεδόν σε ολόκληρη την υδρόγειο, γνωστά και ως οίστροι των… … Dictionary of Greek